- δημολευστος
- δημόλευστοςδημό-λευστος2всенародно побитый камнями
φόνος δ. Soph. — смерть от побиения камнями
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φόνος δ. Soph. — смерть от побиения камнями
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δημόλευστος — δημόλευστος, ον (Α) 1. ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό 2. φρ. «δημόλευστος φόνος» αυτός που έγινε με δημόσιο λιθοβολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + λεύω «λιθοβολώ»] … Dictionary of Greek
δημόλευστον — δημόλευστος publicly stoned masc/fem acc sg δημόλευστος publicly stoned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)